ὀπτάζομαι: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(1ba) |
(2a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀπτάζομαι]], [ὄψ]<br />Pass. to be [[seen]], NTest. | |mdlsjtxt=[[ὀπτάζομαι]], [ὄψ]<br />Pass. to be [[seen]], NTest. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ὀπτάζομαι''': [[ὀπτός]] [[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτίλος]], [[ὀπτός]]<br />{optázomai}<br />'''See also''': s. [[ὄπωπα]] u. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,406 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 2 October 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be seen, LXX Nu.14.14 :—so ὀπτάνομαι, ib. 3 Ki.8.8, UPZ62.32 (ii B. C.), PTeb.24.5 (ii B. C.), Act.Ap.1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.Pl.4, PMag.Par.1.3033, Corp.Herm.3.2 :—an Act. ὀπταίνω in Eust.069.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτάζομαι: Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· οὕτως, ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. αὐτόθι, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.
Greek Monolingual
ὀπτάζομαι (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῑς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).
Greek Monotonic
ὀπτάζομαι: ή ὀπτάνομαι (ὄψ), Παθ., είμαι ορατός, φαίνομαι, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
ὀπτάνομαι, ὀπτός See also: s. ὄπωπα a. ὄσσε.
Middle Liddell
ὀπτάζομαι, [ὄψ]
Pass. to be seen, NTest.
Frisk Etymology German
ὀπτάζομαι: ὀπτός ὀπτάνομαι, ὀπτίλος, ὀπτός
{optázomai}
See also: s. ὄπωπα u. ὄσσε.
Page 2,406