πτῆμα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(2b)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{etym
{{etym
|etymtx=[[πτηνός]], [[πτῆσις]] See also: s. [[πέτομαι]].
|etymtx=[[πτηνός]], [[πτῆσις]] See also: s. [[πέτομαι]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''πτῆμα''': [[πτηνός]], [[πτῆσις]]<br />{ptē̃ma}<br />'''See also''': s. [[πέτομαι]].<br />'''Page''' 2,613
}}
}}

Revision as of 15:45, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].

Frisk Etymological English

πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.

Frisk Etymology German

πτῆμα: πτηνός, πτῆσις
{ptē̃ma}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,613