πτῆμα: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(2b) |
(2b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=[[πτηνός]], [[πτῆσις]] See also: s. [[πέτομαι]]. | |etymtx=[[πτηνός]], [[πτῆσις]] See also: s. [[πέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''πτῆμα''': [[πτηνός]], [[πτῆσις]]<br />{ptē̃ma}<br />'''See also''': s. [[πέτομαι]].<br />'''Page''' 2,613 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 2 October 2019
German (Pape)
[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].
Frisk Etymological English
πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.
Frisk Etymology German
πτῆμα: πτηνός, πτῆσις
{ptē̃ma}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,613