σκνιπός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(1b)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκνῑπός, ή, όν<br />dim-sighted. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=σκνῑπός, ή, όν<br />dim-sighted. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''σκνιπός''': [[σκνίψ]]<br />{sknipós}<br />'''See also''': s. [[κνίψ]].<br />'''Page''' 2,735
}}
}}

Revision as of 15:45, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκνῑπός Medium diacritics: σκνιπός Low diacritics: σκνιπός Capitals: ΣΚΝΙΠΟΣ
Transliteration A: sknipós Transliteration B: sknipos Transliteration C: sknipos Beta Code: sknipo/s

English (LSJ)

(A), ή, όν,

   A niggardly, stingy, Anon.in EN182.27, Hsch.; σκνιφός, Phryn.376, cf. Moer.p.387P.
σκνῑπός (B), ή, όν,

   A dim-sighted, ἢ τυφλὸς ἤ τις σκνιπός Semon.19; σκνιφός, Hsch. (who also cites σκνίφος· τὸ σκότος); cf. ὑπόσκνιφος, -σκνιπος.

German (Pape)

[Seite 901] knickerig, knauserig, filzig, Sp. – Auch = σκνιφός, Simonds bei Poll. 2, 65, der ἀμυδρὸν βλέπων erkl.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 qui a la vue faible;
2 qui est d’une avarice sordide.
Étymologie: σκνίπτω.
2gén. de σκνίψ.

Greek Monolingual

και σκνιφός, -ή, -όν, Α
1. τσιγγούνης, φιλάργυρος
2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ.

Greek Monotonic

σκνῑπός: -ή, -όν, αυτός που έχει αμβλυμένη όραση, μύωψ (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

σκνίψ See also: s. κνίψ.

Middle Liddell

σκνῑπός, ή, όν
dim-sighted. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σκνιπός: σκνίψ
{sknipós}
See also: s. κνίψ.
Page 2,735