τάρπη: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
(40) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />μεγάλο πλεχτό [[κοφίνι]] από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία [[ωστόσο]] [[διάδοση]], από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: [[ταρπός]] και [[τερπός]] (<i>ὁ</i>), [[ταρπόνη]], [[ταρπάνη]] και <i>τερπόνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγχ</i>-<i>όνη</i>) και [[επίσης]] [[σάρπους]]<br /><i>κιβωτούς</i>, <i>δάρπη</i><br />[[κόφινος]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />μεγάλο πλεχτό [[κοφίνι]] από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία [[ωστόσο]] [[διάδοση]], από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: [[ταρπός]] και [[τερπός]] (<i>ὁ</i>), [[ταρπόνη]], [[ταρπάνη]] και <i>τερπόνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αγχ</i>-<i>όνη</i>) και [[επίσης]] [[σάρπους]]<br /><i>κιβωτούς</i>, <i>δάρπη</i><br />[[κόφινος]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τάρπη''': {tárpē}<br />'''Forms''': Auch [[ταρπός]] f. ib. (Poll.). Daneben τερπόνη f. ib. (''Peripl''. ''M''. ''Rubr''. 65 [bis]), τερπος Bed. unklar (Pap. III<sup>a</sup>).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[großer Korb]] (att. Inschr. IV<sup>a</sup>, Poll., ''EM'', H.).<br />'''Etymology''' : Ähnlich ταργάναι = πλοκαί usw. (s. zu [[τάργανον]]), [[σαργάνη]] (s. d.), [[σάρπους]]· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δέ ξυλίνους οἰκίας H., δάρπη· [[σαργάνη]], [[κόφινος]] H., auch [[ταρσός]] (s. d.). — Unerklärt. Vermutungen und Kombinationen bei Güntert Reimwortbild. 142f., Bechtel Dial. 2, 289, Hubschmid Thes. Praerom. 1, 77.<br />'''Page''' 2,857 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 2 October 2019
English (LSJ)
ἡ,
A large wicker basket, IG22.1628.506, Poll.10.158, EM746.53; Syracusan acc. to Hsch.: so ταρπόνη, ἡ, Peripl.M.Rubr.65; ταρπός, ὁ, Poll.7.174: cf. τερπός.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, = Vorigem, Poll. 7, 174.
Greek (Liddell-Scott)
τάρπη: ἡ, κόφινος μέγας πλεκτὸς ἐκ λύγων, Πολυδ. Ι΄, 158, Ἐτυμολ. Μέγ. 746, 54· οὕτω ταρπάνη, ἡ, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 37· ταρπός, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 174. (Συγγενὲς τῷ ταρρός, ταρσός).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ-όνη) και επίσης σάρπους
κιβωτούς, δάρπη
κόφινος.
Frisk Etymology German
τάρπη: {tárpē}
Forms: Auch ταρπός f. ib. (Poll.). Daneben τερπόνη f. ib. (Peripl. M. Rubr. 65 [bis]), τερπος Bed. unklar (Pap. IIIa).
Grammar: f.
Meaning: großer Korb (att. Inschr. IVa, Poll., EM, H.).
Etymology : Ähnlich ταργάναι = πλοκαί usw. (s. zu τάργανον), σαργάνη (s. d.), σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δέ ξυλίνους οἰκίας H., δάρπη· σαργάνη, κόφινος H., auch ταρσός (s. d.). — Unerklärt. Vermutungen und Kombinationen bei Güntert Reimwortbild. 142f., Bechtel Dial. 2, 289, Hubschmid Thes. Praerom. 1, 77.
Page 2,857