ἀνωτερικός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(1a)
(c1)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀνώτερος]]<br />[[upper]], [[inland]], NTest.
|mdlsjtxt=[from [[ἀνώτερος]]<br />[[upper]], [[inland]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢nwterikÒj 安挪帖利可士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':(屬)向上(的)<p>'''字義溯源''':上級的,較高的,在內的,上邊;源自([[ἀνώτερος]])=較高的),而 ([[ἀνώτερος]])出自([[ἄνω]] / [[ἀνεγκλησία]])=上面), ([[ἄνω]] / [[ἀνεγκλησία]])又出自([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 上邊(1) 徒19:1
}}
}}

Revision as of 19:59, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωτερικός Medium diacritics: ἀνωτερικός Low diacritics: ανωτερικός Capitals: ΑΝΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: anōterikós Transliteration B: anōterikos Transliteration C: anoterikos Beta Code: a)nwteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1.    2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.    II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.

German (Pape)

[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνώτερος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I adj.
1 en la parte alta, en el interior (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Act.Ap.19.1.
2 medic. que se administra por vía oral τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.
II subst. medic. τὸ ἀ. vomitivo Hp.Superf.29, Hp.Steril.217, Gal.10.969.

English (Strong)

from ἀνώτερος; superior, i.e. (locally) more remote: upper.

English (Thayer)

ἀνωτερικη, ἀνωτερικον (ἀνώτερος), upper: τά ἀνωτερικά μέρη, Hippocrates and) Galen.)

Greek Monolingual

ἀνωτερικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν
εμετικό φάρμακο.

Greek Monotonic

ἀνωτερικός: -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό μέρος της χώρας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνωτερικός: лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT).

Middle Liddell

[from ἀνώτερος
upper, inland, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nwterikÒj 安挪帖利可士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:(屬)向上(的)

字義溯源:上級的,較高的,在內的,上邊;源自(ἀνώτερος)=較高的),而 (ἀνώτερος)出自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面), (ἄνω / ἀνεγκλησία)又出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 上邊(1) 徒19:1