τρυμαλιά: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(1b)
(c2)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῡμᾰλιά, ἡ, [[τρύω]] = [[τρύμη]]<br />a [[hole]], ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος the eye of the [[needle]], NTest.
|mdlsjtxt=τρῡμᾰλιά, ἡ, [[τρύω]] = [[τρύμη]]<br />a [[hole]], ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος the eye of the [[needle]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':trumali£ 特呂馬利阿<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':孔 相當於: ([[נָקִיק]]&#x200E;)  ([[סָעִיף]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':針眼,孔(洞),眼;源自([[Τρυφῶσα]])X*=磨損),類似: ([[τραῦμα]])=傷處, ([[τρίβος]])=路徑, ([[τρώγω]])=齧咬*,咀嚼。比較: ([[τρῆμα]] / [[τρύπημα]])=小孔<p/>'''出現次數''':總共(2);可(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 眼(2) 可10:25; 路18:25
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡμᾰλιά Medium diacritics: τρυμαλιά Low diacritics: τρυμαλιά Capitals: ΤΡΥΜΑΛΙΑ
Transliteration A: trymaliá Transliteration B: trymalia Transliteration C: trymalia Beta Code: trumalia/

English (LSJ)

ἡ,

   A = τρύμη, hole, Sotad. 1 (sens. obsc.), LXXJe.13.4, al.; ἡ τ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, Ev.Marc.10.25; βελόνης Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; mesh, Aesop.26.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡμᾰλιά: ἡ, (τρύω) τρύμη. ὀπή, Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 621Α, Ἑβδ. (Ἱερ. ΙΓ΄, 4, κ. ἀλλ.)· ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος, ἡ ὀπὴ τῆς βελόνης (πρβλ. τρύπημα), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 25, πρβλ. κ. Λουκ. ιη΄, 25.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
= τρύμη (sens obscène).

English (Strong)

from a derivative of truo (to wear away; akin to the base of τραῦμα, τρίβος and τρώγω); an orifice, i.e. needle's eye: eye. Compare τρύπημα.

English (Thayer)

τρυμαλιᾶς, ἡ (equivalent to τρυμα, or τρύμη, from τρύω to wear away, perforate), a hole (eye of a needle): R G in Sotades in Plutarch, mor., p. 11a. (i. e., de educ. puer. § 14); Geoponica.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α
(στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή της βελόνας
αρχ.
οπή, τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό της λ. βλ. λ. αρμαλιά)].

Greek Monotonic

τρῡμᾰλιά: ἡ (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τρῡμᾰλιά: и τρῡμαλιή ἡ NT, Plut. = τρύπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυμαλιά -ᾶς, ἡ [τρύω] gat, oog (van een naald).

Middle Liddell

τρῡμᾰλιά, ἡ, τρύω = τρύμη
a hole, ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, NTest.

Chinese

原文音譯:trumali£ 特呂馬利阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:孔 相當於: (נָקִיק‎) (סָעִיף‎)

字義溯源:針眼,孔(洞),眼;源自(Τρυφῶσα)X*=磨損),類似: (τραῦμα)=傷處, (τρίβος)=路徑, (τρώγω)=齧咬*,咀嚼。比較: (τρῆμα / τρύπημα)=小孔

出現次數:總共(2);可(1);路(1)

譯字彙編

1) 眼(2) 可10:25; 路18:25