καταφρονητής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(c1)
(cc1)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καταφρονητου, ὁ ([[καταφρονέω]]), a [[despiser]]: [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6,14, 4; b. j. 2,8, 3; [[Plutarch]], Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)  
|txtha=καταφρονητου, ὁ ([[καταφρονέω]]), a [[despiser]]: [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6,14, 4; b. j. 2,8, 3; [[Plutarch]], Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katafronht»j 卡他-弗羅尼帖士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':向下-意向(者)<p>'''字義溯源''':輕慢者,嘲笑者;源自([[καταφρονέω]])=有反感),由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[φρονέω]])=想著)組成;而 ([[φρονέω]])出自([[φρήν]])*=心思)<p/>'''同源字''':1) ([[καταφρονέω]])有反感,輕視 2) ([[καταφρονητής]])輕慢者 3) ([[φρονέω]])想著<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 輕慢的人(1) 徒13:41
|sngr='''原文音譯''':katafronht»j 卡他-弗羅尼帖士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-意向(者)<br />'''字義溯源''':輕慢者,嘲笑者;源自([[καταφρονέω]])=有反感),由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[φρονέω]])=想著)組成;而 ([[φρονέω]])出自([[φρήν]])*=心思)<br />'''同源字''':1) ([[καταφρονέω]])有反感,輕視 2) ([[καταφρονητής]])輕慢者 3) ([[φρονέω]])想著<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 輕慢的人(1) 徒13:41
}}
}}

Revision as of 13:52, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρονητής Medium diacritics: καταφρονητής Low diacritics: καταφρονητής Capitals: ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΗΣ
Transliteration A: kataphronētḗs Transliteration B: kataphronētēs Transliteration C: katafronitis Beta Code: katafronhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A despiser, νόμων Arr.Epict.4.7.33; θανάτου Plu.Brut.12; πλούτου J.BJ2.8.3: abs., LXX Hb.1.5, Ze.3.4, Vett.Val.47.33.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ θαυμαστής, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui méprise, contempteur de, gén..
Étymologie: καταφρονέω.

English (Thayer)

καταφρονητου, ὁ (καταφρονέω), a despiser: Philo, leg. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6,14, 4; b. j. 2,8, 3; Plutarch, Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM καταφρονητής) καταφρονώ
αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί
μσν.
ασεβής.

Greek Monotonic

καταφρονητής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιφρονεί, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφρονητής -οῦ, ὁ [καταφρονέω] minachter:. θανάτου van de dood Plut. Br. 12.1.

Russian (Dvoretsky)

καταφρονητής: οῦ ὁ презиратель Plut., NT.

Middle Liddell

καταφρονητής, οῦ, [from καταφρονέω
a despiser, Plut.

Chinese

原文音譯:katafronht»j 卡他-弗羅尼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-意向(者)
字義溯源:輕慢者,嘲笑者;源自(καταφρονέω)=有反感),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
同源字:1) (καταφρονέω)有反感,輕視 2) (καταφρονητής)輕慢者 3) (φρονέω)想著
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 輕慢的人(1) 徒13:41