anise: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|Text=[[File:woodhouse_30.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_30.jpg}}]]'''subs.''' | |Text=[[File:woodhouse_30.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_30.jpg}}]]'''subs.''' | ||
Ar. [[ἄνηθον]], [[ἄννηθον]], [[ἄννητον]], | Ar. [[ἄνησον]], [[ἄνησον]] [[ἄνησσον]], [[ἄννισον]], [[ἄνισον]] (should not be confused with [[ἄνηθον]], [[ἄννηθον]], [[ἄννητον]] which is the plant [[dill]], Latin name: [[Anethum graveolens]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄνησον]], το κ. [[ἄνησον]] κ. [[ἄνησσον]] κ. [[ἄννισον]] (Α), [[ἄνισον]] (AM)<br />το [[φυτό]] [[γλυκάνισο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[άνησον]] [[καθώς]] και οι συναφείς με αυτόν τύποι [[πρέπει]] να διακρίνονται από τον τ. <i>άνηθον</i> καί τους συναφείς του τύπους —[[πράγμα]] εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην [[αρχαιότητα]]— [[επειδή]] πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η [[ποικιλία]] στη [[γραφή]] των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν [[είναι]] γνήσια ελληνική, [[αλλά]] ήλθε στην [[Ελλάδα]] [[μαζί]] με το [[φυτό]] από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες [[κατά]] τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί [[ποιος]] από τους τύπους [[είναι]] ο [[αρχικός]]. Ο τ. [[άνισον]] φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. [[άνησον]], ενώ, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], προήλθε από το αραβ. <i>yansun</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 4 October 2019
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Ar. ἄνησον, ἄνησον ἄνησσον, ἄννισον, ἄνισον (should not be confused with ἄνηθον, ἄννηθον, ἄννητον which is the plant dill, Latin name: Anethum graveolens).
Greek Monolingual
ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM)
το φυτό γλυκάνισο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον καί τους συναφείς του τύπους —πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην αρχαιότητα— επειδή πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η ποικιλία στη γραφή των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν είναι γνήσια ελληνική, αλλά ήλθε στην Ελλάδα μαζί με το φυτό από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες κατά τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους τύπους είναι ο αρχικός. Ο τ. άνισον φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. άνησον, ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, προήλθε από το αραβ. yansun].