избегать: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 05:00, 14 October 2019
Russian > Greek
δραπετεύω, φυγγάνω, ἠλασκάζω, ἀλυσκάζω, ὑπαλεύομαι, ὑπεκτρέχω, ὑπαλύσκω, περιΐστημι, διανεύω, ἀφειδέω, παρακάμπτω, εὐλαβέομαι, ἐκκλίνω, διακλίνω, ὑπερθρῴσκω, ὑπερπηδάω, διαδύομαι, ὑπεκπροφεύγω, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, διευλαβέομαι, ἀποφεύγω, ἐξαλύσκω, διεκφεύγω, διαφεύγω, ἐκπροφεύγω, προφεύγω, ἀπονοσφίζω, ἀλέομαι, ἀλεείνω, ὑπεξαλέομαι, ἐξαλέομαι