осуществлять: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συντελέω]], [[ἐξανύω]], [[ἐκτελέω]], [[ἐκτελείω]], [[τελεσιουργέω]], [[τελειόω]], [[τελεόω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[διατελέω]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[περαίνω]], [[κραίνω]], [[ἐπικραίνω]], [[ἐπικραιαίνω]], [[ἐργάζομαι]], [[διαπράσσω]], [[διαπράττω]], [[διαπρήσσω]], [[ἐκτελευτάω]], [[βεβαιόω]] | |rueltext=[[λύω]], [[καθαιρέω]], [[πληρόω]], [[συντελέω]], [[ἐξανύω]], [[ἐκτελέω]], [[ἐκτελείω]], [[τελεσιουργέω]], [[τελειόω]], [[τελεόω]], [[ἐπεξεργάζομαι]], [[διατελέω]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[περαίνω]], [[κραίνω]], [[ἐπικραίνω]], [[ἐπικραιαίνω]], [[ἐργάζομαι]], [[διαπράσσω]], [[διαπράττω]], [[διαπρήσσω]], [[ἐκτελευτάω]], [[βεβαιόω]], [[κυρόω]], [[τελέω]], [[μεθέπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
λύω, καθαιρέω, πληρόω, συντελέω, ἐξανύω, ἐκτελέω, ἐκτελείω, τελεσιουργέω, τελειόω, τελεόω, ἐπεξεργάζομαι, διατελέω, καταπράσσω, καταπράττω, ἐκπίμπλημι, περαίνω, κραίνω, ἐπικραίνω, ἐπικραιαίνω, ἐργάζομαι, διαπράσσω, διαπράττω, διαπρήσσω, ἐκτελευτάω, βεβαιόω, κυρόω, τελέω, μεθέπω