сочетать: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συζεύγνυμι]], [[ἐγκαταζεύγνυμι]], [[συνείργνυμι]], [[ζεύγνυμι]], [[ζευγνύω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[συγκαταμίγνυμι]], [[συγκαταμιγνύω]], [[συμμίγνυμι]], [[συμμιγνύω]], [[συμμίσγω]], [[παραζεύγνυμι]], [[παραζευγνύω]], [[συμπλέκω]], [[συναιρέω]], [[συρράπτω]], [[συγκερκίζω]], [[συγκοιμίζω]] | |rueltext=[[κεράννυμι]], [[συζεύγνυμι]], [[ἐγκαταζεύγνυμι]], [[συνείργνυμι]], [[ζεύγνυμι]], [[ζευγνύω]], [[συνέργω]], [[συνείργω]], [[συνεέργω]], [[συγκαταμίγνυμι]], [[συγκαταμιγνύω]], [[συμμίγνυμι]], [[συμμιγνύω]], [[συμμίσγω]], [[παραζεύγνυμι]], [[παραζευγνύω]], [[συμπλέκω]], [[συναιρέω]], [[συρράπτω]], [[συγκερκίζω]], [[συγκοιμίζω]], [[συναρμόζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 15 October 2019
Russian > Greek
κεράννυμι, συζεύγνυμι, ἐγκαταζεύγνυμι, συνείργνυμι, ζεύγνυμι, ζευγνύω, συνέργω, συνείργω, συνεέργω, συγκαταμίγνυμι, συγκαταμιγνύω, συμμίγνυμι, συμμιγνύω, συμμίσγω, παραζεύγνυμι, παραζευγνύω, συμπλέκω, συναιρέω, συρράπτω, συγκερκίζω, συγκοιμίζω, συναρμόζω