опрокидывать: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναμοχλεύω]], [[περιστρέφω]], [[ἐκβάλλω]], [[καταστρέφω]], [[κολούω]], [[καταρρίπτω]], [[διασφάλλω]], [[καταπλίσσω]], [[ὑπτιόω]], [[ἀποκλίνω]], [[ἀναστρέφω]], [[μεταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀντρέπω]], [[συγχέω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[περιτρέπω]], [[πταίω]], [[ἀναχαιτίζω]] | |rueltext=[[βάλλω]], [[ἐπισπάω]], [[ἀναμοχλεύω]], [[περιστρέφω]], [[ἐκβάλλω]], [[καταστρέφω]], [[κολούω]], [[καταρρίπτω]], [[διασφάλλω]], [[καταπλίσσω]], [[ὑπτιόω]], [[ἀποκλίνω]], [[ἀναστρέφω]], [[μεταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀντρέπω]], [[συγχέω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[περιτρέπω]], [[πταίω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ῥήσσω]], [[κατασπάω]], [[διαφέρω]], [[στρέφω]], [[διαστρέφω]], [[καταχέω]], [[βιβάω]], [[τινάσσω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
βάλλω, ἐπισπάω, ἀναμοχλεύω, περιστρέφω, ἐκβάλλω, καταστρέφω, κολούω, καταρρίπτω, διασφάλλω, καταπλίσσω, ὑπτιόω, ἀποκλίνω, ἀναστρέφω, μεταρρίπτω, ἀνατρέπω, ἀντρέπω, συγχέω, καθαιρέω, καταιρέω, περιτρέπω, πταίω, ἀναχαιτίζω, ῥήσσω, κατασπάω, διαφέρω, στρέφω, διαστρέφω, καταχέω, βιβάω, τινάσσω