опрокидывать: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναμοχλεύω]], [[περιστρέφω]], [[ἐκβάλλω]], [[καταστρέφω]], [[κολούω]], [[καταρρίπτω]], [[διασφάλλω]], [[καταπλίσσω]], [[ὑπτιόω]], [[ἀποκλίνω]], [[ἀναστρέφω]], [[μεταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀντρέπω]], [[συγχέω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[περιτρέπω]], [[πταίω]], [[ἀναχαιτίζω]] | |rueltext=[[βάλλω]], [[ἐπισπάω]], [[ἀναμοχλεύω]], [[περιστρέφω]], [[ἐκβάλλω]], [[καταστρέφω]], [[κολούω]], [[καταρρίπτω]], [[διασφάλλω]], [[καταπλίσσω]], [[ὑπτιόω]], [[ἀποκλίνω]], [[ἀναστρέφω]], [[μεταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀντρέπω]], [[συγχέω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[περιτρέπω]], [[πταίω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ῥήσσω]], [[κατασπάω]], [[διαφέρω]], [[στρέφω]], [[διαστρέφω]], [[καταχέω]], [[βιβάω]], [[τινάσσω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
βάλλω, ἐπισπάω, ἀναμοχλεύω, περιστρέφω, ἐκβάλλω, καταστρέφω, κολούω, καταρρίπτω, διασφάλλω, καταπλίσσω, ὑπτιόω, ἀποκλίνω, ἀναστρέφω, μεταρρίπτω, ἀνατρέπω, ἀντρέπω, συγχέω, καθαιρέω, καταιρέω, περιτρέπω, πταίω, ἀναχαιτίζω, ῥήσσω, κατασπάω, διαφέρω, στρέφω, διαστρέφω, καταχέω, βιβάω, τινάσσω