подготовлять: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προκατασκευάζω]], [[προεργάζομαι]], [[προφυράω]], [[προπαρασκευάζω]], [[προδιοικέω]], [[προγυμνάζω]], [[προφυτεύω]], [[προσυπεργάζομαι]], [[διασκευάζω]], [[παρετοιμάζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[προοδοποιέω]], [[ἀρτίζω]] | |rueltext=[[ὁράω]], [[ἀραρίσκω]], [[συγκροτέω]], [[προκατασκευάζω]], [[προεργάζομαι]], [[προφυράω]], [[προπαρασκευάζω]], [[προδιοικέω]], [[προγυμνάζω]], [[προφυτεύω]], [[προσυπεργάζομαι]], [[διασκευάζω]], [[παρετοιμάζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[προοδοποιέω]], [[ἀρτίζω]], [[προτελέω]], [[συναρμόζω]], [[συντάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ὁράω, ἀραρίσκω, συγκροτέω, προκατασκευάζω, προεργάζομαι, προφυράω, προπαρασκευάζω, προδιοικέω, προγυμνάζω, προφυτεύω, προσυπεργάζομαι, διασκευάζω, παρετοιμάζω, ἑτοιμάζω, προοδοποιέω, ἀρτίζω, προτελέω, συναρμόζω, συντάσσω