причислять: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγκρίνω]], [[ἀλέγω]], [[ἐναριθμέω]], [[ἀπολογίζομαι]], [[προσνέμω]], [[προσλογίζομαι]], [[καταλογίζομαι]], [[ἐγκαταλογίζομαι]], [[προσκαταριθμέω]], [[προσαριθμέω]], [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]], [[κατατάττω]], [[λέγω]], [[ἐγκαταλέγω]], [[συναριθμέω]], [[καταριθμέω]] | |rueltext=[[λογίζομαι]], [[ὑποτάσσω]], [[τίθημι]], [[ἐγκρίνω]], [[ἀλέγω]], [[ἐναριθμέω]], [[ἀπολογίζομαι]], [[προσνέμω]], [[προσλογίζομαι]], [[καταλογίζομαι]], [[ἐγκαταλογίζομαι]], [[προσκαταριθμέω]], [[προσαριθμέω]], [[κατανέμω]], [[κατατάσσω]], [[κατατάττω]], [[λέγω]], [[ἐγκαταλέγω]], [[συναριθμέω]], [[καταριθμέω]], [[καταλέγω]], [[ἀριθμέω]], [[κοσμέω]], [[προστάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
λογίζομαι, ὑποτάσσω, τίθημι, ἐγκρίνω, ἀλέγω, ἐναριθμέω, ἀπολογίζομαι, προσνέμω, προσλογίζομαι, καταλογίζομαι, ἐγκαταλογίζομαι, προσκαταριθμέω, προσαριθμέω, κατανέμω, κατατάσσω, κατατάττω, λέγω, ἐγκαταλέγω, συναριθμέω, καταριθμέω, καταλέγω, ἀριθμέω, κοσμέω, προστάσσω