валяться: Difference between revisions
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καλινδέομαι]] | |rueltext=[[καλινδέομαι]], [[συγκυλίομαι]], [[ἀλινδέομαι]], [[ἀλίνδομαι]], [[ἐγκυλίω]], [[συγκυλινδέομαι]], [[κατάκειμαι]], [[κυλίνδω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 18 October 2019
Russian > Greek
καλινδέομαι, συγκυλίομαι, ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι, ἐγκυλίω, συγκυλινδέομαι, κατάκειμαι, κυλίνδω