выдумывать: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(1) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐκπορίζω]], [[ἐκφροντίζω]], [[ἐπινοέω]], [[συνεκπορίζω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[ἐξευρίσκω]], [[πλέκω]], [[μυθολογέω]], [[παρευρίσκω]], [[ἐπιτεχνάομαι]], [[καινοτομέω]], [[διαζητέω]], [[συνυφαίνω]], [[μυθοπλαστέω]], [[ἐμπλέκω]] | |rueltext=[[ἐκπορίζω]], [[ἐκφροντίζω]], [[ἐπινοέω]], [[συνεκπορίζω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[ἐξευρίσκω]], [[πλέκω]], [[μυθολογέω]], [[παρευρίσκω]], [[ἐπιτεχνάομαι]], [[καινοτομέω]], [[διαζητέω]], [[συνυφαίνω]], [[μυθοπλαστέω]], [[ἐμπλέκω]], [[μανθάνω]], [[συντίθημι]], [[πλάσσω]], [[σοφίζομαι]], [[μήδομαι]], [[καταψεύδομαι]], [[ποιέω]], [[κατασκευάζω]], [[συντάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:20, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐκπορίζω, ἐκφροντίζω, ἐπινοέω, συνεκπορίζω, μηχανάω, μηχανάομαι, μηχανέομαι, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἐξευρίσκω, πλέκω, μυθολογέω, παρευρίσκω, ἐπιτεχνάομαι, καινοτομέω, διαζητέω, συνυφαίνω, μυθοπλαστέω, ἐμπλέκω, μανθάνω, συντίθημι, πλάσσω, σοφίζομαι, μήδομαι, καταψεύδομαι, ποιέω, κατασκευάζω, συντάσσω