послушный: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(5) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πιστός]], [[ὑπήκοος]], [[εὔστροφος]], [[ἐΰστροφος]], [[εὐχείρωτος]], [[εὔαρκτος]], [[ταπεινός]], [[πειθαρχικός]], [[ἐπιπειθής]], [[εὐάγωγος]], [[πειθήνιος]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[εὐεπίτακτος]], [[κτίλος]], [[καταπειθής]], [[πείθαρχος]], [[πειθήμων]], [[πειθάνωρ]], [[ἀκουστικός]], [[ἐπήκοος]], [[ἐπάκοος]], [[κατήκοος]], [[εὐήκοος]], [[εὐάκοος]], [[εὐήνιος]] | |rueltext=[[πιστός]], [[ὑπήκοος]], [[εὔστροφος]], [[ἐΰστροφος]], [[εὐχείρωτος]], [[εὔαρκτος]], [[ταπεινός]], [[πειθαρχικός]], [[ἐπιπειθής]], [[εὐάγωγος]], [[πειθήνιος]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[εὐεπίτακτος]], [[κτίλος]], [[καταπειθής]], [[πείθαρχος]], [[πειθήμων]], [[πειθάνωρ]], [[ἀκουστικός]], [[ἐπήκοος]], [[ἐπάκοος]], [[κατήκοος]], [[εὐήκοος]], [[εὐάκοος]], [[εὐήνιος]], [[ἐπιτήδειος]], [[πιθανός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
πιστός, ὑπήκοος, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐχείρωτος, εὔαρκτος, ταπεινός, πειθαρχικός, ἐπιπειθής, εὐάγωγος, πειθήνιος, εὐπειθής, εὐπιθής, εὐεπίτακτος, κτίλος, καταπειθής, πείθαρχος, πειθήμων, πειθάνωρ, ἀκουστικός, ἐπήκοος, ἐπάκοος, κατήκοος, εὐήκοος, εὐάκοος, εὐήνιος, ἐπιτήδειος, πιθανός