λιμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
(1ba)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limnitis
|Transliteration C=limnitis
|Beta Code=limnh/ths
|Beta Code=limnh/ths
|Definition=ου, ὁ, fem. λιμν-ῆτις, Dor. λιμν-ᾶτις, ιδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">living in marshes</b>, βδέλλα <span class="bibl">Theoc. 2.56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος <span class="bibl">11</span>), <span class="title">IG</span>5(1).1431.38 (i A.D.), <span class="bibl">Paus.3.23.10</span>, <span class="bibl">4.4.2</span>, al., <span class="bibl">Artem.2.35</span>, Sch.Th.<span class="title">Oxy.</span> 853x14: voc. λιμνᾶτι <span class="title">AP</span>6.280.</span>
|Definition=ου, ὁ, fem. [[λιμνῆτις]], Dor. [[λιμνᾶτις]], ιδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living in marshes]], βδέλλα <span class="bibl">Theoc. 2.56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of [[Artemis]] at [[Limnae]] (v. [[λιμναῖος]] <span class="bibl">11</span>), <span class="title">IG</span>5(1).1431.38 (i A.D.), <span class="bibl">Paus.3.23.10</span>, <span class="bibl">4.4.2</span>, al., <span class="bibl">Artem.2.35</span>, Sch.Th.<span class="title">Oxy.</span> 853x14: voc. λιμνᾶτι <span class="title">AP</span>6.280.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:21, 10 December 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνήτης Medium diacritics: λιμνήτης Low diacritics: λιμνήτης Capitals: ΛΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: limnḗtēs Transliteration B: limnētēs Transliteration C: limnitis Beta Code: limnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος,

   A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56.    II epith. of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος 11), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμν-ήτης, σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epith. of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.