announce: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Woodhouse1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
[[proclaim]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[κηρύσσω]], [[κηρύσσειν]], [[ἀνακηρύσσω]], [[ἀνακηρύσσειν]], [[προκηρύσσειν]], [[προειπεῖν]], [[ἀνειπεῖν]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ἀναγορεύειν]], [[verse|V.]] [[ἐκκηρύσσειν]]; see [[proclaim]]. | [[proclaim]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[κηρύσσω]], [[κηρύσσειν]], [[ἀνακηρύσσω]], [[ἀνακηρύσσειν]], [[προκηρύσσειν]], [[προειπεῖν]], [[ἀνειπεῖν]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[prose|P.]] [[ἀναγορεύειν]], [[verse|V.]] [[ἐκκηρύσσειν]]; see [[proclaim]]. | ||
[[declare]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σημαίνειν]], [[προσημαίνειν]], [[verse|V.]] [[ | [[declare]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σημαίνειν]], [[προσημαίνειν]], [[verse|V.]] [[προεννέπειν]], [[γεγωνεῖν]], [[γεγωνίσκειν]], [[προφωνεῖν]], [[ἐκβάζειν]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[θροεῖν]]. | ||
[[announce beforehand]]: [[prose|P.]] [[προαγγέλλω]], [[προαγγέλλειν]], [[προεξαγγέλλειν]]. | [[announce beforehand]]: [[prose|P.]] [[προαγγέλλω]], [[προαγγέλλειν]], [[προεξαγγέλλειν]]. |
Revision as of 09:15, 5 June 2020
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀγγέλλω, ἀγγέλλειν, ἀπαγγέλλω, ἀπαγγέλλειν, ἐξαγγέλλω, ἐξαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ἐκφέρω, ἐκφέρειν.
announce to some one within: P. and V. εἰσαγγέλλω, εἰσαγγέλλειν.
proclaim: P. and V. κηρύσσω, κηρύσσειν, ἀνακηρύσσω, ἀνακηρύσσειν, προκηρύσσειν, προειπεῖν, ἀνειπεῖν, Ar. and P. ἀναγορεύειν, V. ἐκκηρύσσειν; see proclaim.
declare: P. and V. σημαίνειν, προσημαίνειν, V. προεννέπειν, γεγωνεῖν, γεγωνίσκειν, προφωνεῖν, ἐκβάζειν, Ar. and V. θροεῖν.
announce beforehand: P. προαγγέλλω, προαγγέλλειν, προεξαγγέλλειν.
who will announee our arrival? V. τίς… φράσειεν ἂν ἡμῶν… παρουσίαν; (Soph., Electra 1103).
announcing evil tidings, adj.: V. κακάγγελος.
announcing good tidings, adj.: V. εὐάγγελος.