helper: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Woodhouse1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Woodhouse1 | {{Woodhouse1 | ||
|Text=[[File:woodhouse_396.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_396.jpg}}]] | |Text=[[File:woodhouse_396.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_396.jpg}}]] | ||
===substantive=== | ===substantive=== | ||
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἐπίκουρος]], ὁ or ἡ, [[τιμωρός]], ὁ or ἡ, [[ | [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἐπίκουρος]], ὁ or ἡ, [[τιμωρός]], ὁ or ἡ, [[παραστάτης]], ὁ ([[Plato]], and [[Euripides|Eur.]], ''Fragment''), [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[συμπαραστάτης]], ὁ, [[verse|V.]] [[βοηδρόμος]], ὁ or ἡ, [[τιμάορος]], ὁ or ἡ, [[ἀρωγός]], ὁ or ἡ, [[prose|P.]] [[βοηθός]], ὁ or ἡ; fem., [[verse|V.]] [[παραστάτις]], ἡ. | ||
[[associate]] ( | [[associate]] (in [[work]]): [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[κοινωνός]], ὁ or ἡ, [[συνεργός]], ὁ or ἡ, [[συλλήπτωρ]], ὁ, [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[σύννομος]], ὁ or ἡ, [[verse|V.]] [[συνεργάτης]], ὁ; fem., [[verse|V.]] [[συνεργάτις]], ἡ. | ||
}} | }} | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[βοηθόος]], [[βοηθός]], [[παράκλητος]], [[παράσειρος]], [[παρασπιστής]], [[πάρεδρος]], [[συλλήπτωρ]], [[συμπαραστάτης]], [[ | |nleltext=[[βοηθόος]], [[βοηθός]], [[παράκλητος]], [[παράσειρος]], [[παρασπιστής]], [[πάρεδρος]], [[συλλήπτωρ]], [[συμπαραστάτης]], [[συμπράκτωρ]], [[συνεργός]], [[συνέριθος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 28 June 2020
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἐπίκουρος, ὁ or ἡ, τιμωρός, ὁ or ἡ, παραστάτης, ὁ (Plato, and Eur., Fragment), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, τιμάορος, ὁ or ἡ, ἀρωγός, ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. παραστάτις, ἡ.
associate (in work): P. and V. κοινωνός, ὁ or ἡ, συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, Ar. and V. σύννομος, ὁ or ἡ, V. συνεργάτης, ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ.
Dutch > Greek
βοηθόος, βοηθός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, πάρεδρος, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συνεργός, συνέριθος