καινοπραγία: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(2b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainopragia | |Transliteration C=kainopragia | ||
|Beta Code=kainopragi/a | |Beta Code=kainopragi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[innovation]], f. l. for [[κοινοπραγία]] in <span class="bibl">D.S.15.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A innovation, f. l. for κοινοπραγία in D.S.15.8.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, = καινοποιΐα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπρᾱγία: ἡ, νεωτερισμός, ἔφεσις πρὸς νεωτερισμόν, Διόδ. 15. 8.
Greek Monolingual
καινοπραγία, ἡ (Α)
νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγία (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγα), πρβλ. αδικο-πραγία, βιαιο-πραγία].
Russian (Dvoretsky)
καινοπρᾱγία: ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - v. l. κοινοπραγία).