καρδιαλγία: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(19) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kardialgia | |Transliteration C=kardialgia | ||
|Beta Code=kardialgi/a | |Beta Code=kardialgi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[heartburn]], Id.8.343, al., Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A heartburn, Id.8.343, al., Ruf. ap. Orib.7.26.8.
German (Pape)
[Seite 1326] ἡ, Schmerzen am oberen Magenmund, Magendrücken, Galen.
Greek Monolingual
η (Α καρδιαλγία) καρδιαλγής
νεοελλ.
ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα του στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός
αρχ.
πόνος του στομάχου.