καταγοητεύω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katagoiteyo
|Transliteration C=katagoiteyo
|Beta Code=katagohteu/w
|Beta Code=katagohteu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bewitch</b>: hence, <b class="b2">cheat</b> or <b class="b2">blind by trickery</b>, τινα <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>8.1.40</span>; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.7.9</span>, <span class="bibl">M.Ant.10.13</span>; <b class="b3">κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος</b> meat <b class="b2">disguised</b> by sauce, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.40</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bewitch]]: hence, [[cheat]] or <b class="b2">blind by trickery</b>, τινα <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>8.1.40</span>; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.7.9</span>, <span class="bibl">M.Ant.10.13</span>; <b class="b3">κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος</b> meat [[disguised]] by sauce, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.40</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:05, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγοητεύω Medium diacritics: καταγοητεύω Low diacritics: καταγοητεύω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΗΤΕΥΩ
Transliteration A: katagoēteúō Transliteration B: katagoēteuō Transliteration C: katagoiteyo Beta Code: katagohteu/w

English (LSJ)

   A bewitch: hence, cheat or blind by trickery, τινα X. Cyr.8.1.40; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in X.An.5.7.9, M.Ant.10.13; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος meat disguised by sauce, Ael.NA4.40.

German (Pape)

[Seite 1343] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.

Greek (Liddell-Scott)

καταγοητεύω: καταμαγεύω, ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.

French (Bailly abrégé)

1 tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;
2 falsifier, altérer.
Étymologie: κατά, γοητεύω.

Greek Monolingual

(AM καταγοητεύω)
γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω
αρχ.
1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.)
2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον
3. παθ. καταγοητεύομαι
παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαι αρεστός («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το κρέας που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να είναι νόστιμο, Αιλ.).

Greek Monotonic

καταγοητεύω: μέλ. -σω, μαγεύω, εξαπατώ με τεχνάσματα· εξαπατώ ή τυφλώνω με πανουργίες, τινά, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γοητεύω betoveren, misleiden.

Russian (Dvoretsky)

καταγοητεύω:
1) пленять, очаровывать (τοὺς ἀρχομένους Xen.; τινὰ προς τι Plut.);
2) вводить в заблуждение, морочить (ἐξαπατηθέντες καὶ καταγοητευθέντες ὑπό τινος Xen.).

Middle Liddell

fut. σω
to enchant, bewitch: to cheat or blind by trickery, τινά Xen.