μονόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] mit <b class="b2">einem</b> Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie [[οἰόζωνος]], allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] mit [[einem]] Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie [[οἰόζωνος]], allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόζωνος Medium diacritics: μονόζωνος Low diacritics: μονόζωνος Capitals: ΜΟΝΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: monózōnos Transliteration B: monozōnos Transliteration C: monozonos Beta Code: mono/zwnos

English (LSJ)

ον,

   A girt up alone, i. e. journeying alone, Suid., etc.    II μονόζωνοι, οἱ, men with a ζώνη only, light-armed, LXX 4 Ki.5.2,al., Hsch.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie οἰόζωνος, allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.

Greek (Liddell-Scott)

μονόζωνος: -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος στρατιώτης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, εὔζωνος, ἀκροβολιστής, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν μόνος, ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ μονόζωστος, οἰόζωνος.

Greek Monolingual

μονόζωνος, -ον (ΑΜ)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη
2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος
αρχ.
1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του
2. ακροβολιστής
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί-ζωνος, μεγαλό-ζωνος].