σιδηρόσπαρτος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirospartos | |Transliteration C=sidirospartos | ||
|Beta Code=sidhro/spartos | |Beta Code=sidhro/spartos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sown]] or <b class="b2">produced by iron</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ocyp.</span>100</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.
German (Pape)
[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.
Greek Monolingual
-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῑν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).