συγκρότημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(39)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkrotima
|Transliteration C=sygkrotima
|Beta Code=sugkro/thma
|Beta Code=sugkro/thma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">organization</b>, <b class="b3">μετὰ σ. τινός</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>325</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">artifice, crafty conduct</b>, Ulp.ad <span class="bibl">D.21.139</span> (pl.); <b class="b2">contrivance</b>, gloss on [[κρότημα]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>499</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[organization]], <b class="b3">μετὰ σ. τινός</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>325</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">artifice, crafty conduct</b>, Ulp.ad <span class="bibl">D.21.139</span> (pl.); [[contrivance]], gloss on [[κρότημα]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>499</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:55, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρότημα Medium diacritics: συγκρότημα Low diacritics: συγκρότημα Capitals: ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ
Transliteration A: synkrótēma Transliteration B: synkrotēma Transliteration C: sygkrotima Beta Code: sugkro/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A organization, μετὰ σ. τινός Sch.Ar.Pl.325.    II artifice, crafty conduct, Ulp.ad D.21.139 (pl.); contrivance, gloss on κρότημα, Sch.E.Rh.499.

German (Pape)

[Seite 970] τό, das Zusammengeschlagene, Dichtgemachte, die zusammengebrachte Menge, das Heer. – Uebertr., geschmiedete Ränke, List, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρότημα: σῶμα συμπαγές, κατηρτισμένον, καλῶς συγκεκροτημένον, συνάθροισμα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 325, Γρηγόρ. Νύσσ., κλπ.· ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνδρός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 499· ― ἐκστρατεία, Κύριλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡσαύτως, ἐπινόημα, πανουργία, Σχόλ., Δημ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκροτῶ
άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη
νεοελλ.
1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα»)
2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο και ενιαία διεύθυνση (α. «βιομηχανικό συγκρότημα» β. «συγκρότημα τραπεζών»)
3. στρ. σύνολο μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία διοίκηση
4. ομάδα ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο είδος τέχνης (α. «μουσικό συγκρότημα» β. «χορευτικό συγκρότημα»)
5. μτφ. σύνολο προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, κλίκα, σπείρασυγκρότημα κλεπταποδόχων»)
αρχ.
1. δόλια επινόηση, τέχνασμα
2. (γενικά) επινόηση.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συγκροτῶ
άθροισμα πραγμάτων σε μεθοδική διάταξη
νεοελλ.
1. σύνολο, ιδίως κτισμάτων και εγκαταστάσεων που συναποτελούν αδιαίρετη ολότητα («οικοδομικό συγκρότημα»)
2. σύνολο βιομηχανικών ή άλλων οικονομικών επιχειρήσεων με ενιαίο κέντρο και ενιαία διεύθυνση (α. «βιομηχανικό συγκρότημα» β. «συγκρότημα τραπεζών»)
3. στρ. σύνολο μονάδων του ίδιου όπλου υπό ενιαία διοίκηση
4. ομάδα ανθρώπων που υπηρετούν, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, ορισμένο είδος τέχνης (α. «μουσικό συγκρότημα» β. «χορευτικό συγκρότημα»)
5. μτφ. σύνολο προσώπων με κοινά ιδιοτελή συμφέροντα και με κοινές επιδιώξεις, κλίκα, σπείρασυγκρότημα κλεπταποδόχων»)
αρχ.
1. δόλια επινόηση, τέχνασμα
2. (γενικά) επινόηση.