συμπροφέρω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(39)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symprofero
|Transliteration C=symprofero
|Beta Code=sumprofe/rw
|Beta Code=sumprofe/rw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pronounce at the same time</b>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.81</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">involve</b>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>904.21</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pronounce at the same time</b>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.81</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[involve]], <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>904.21</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:00, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροφέρω Medium diacritics: συμπροφέρω Low diacritics: συμπροφέρω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΦΕΡΩ
Transliteration A: symprophérō Transliteration B: sympropherō Transliteration C: symprofero Beta Code: sumprofe/rw

English (LSJ)

   A pronounce at the same time, Sch.Pi.O.3.81.    2 involve, Simp. in Ph.904.21.

German (Pape)

[Seite 990] (s. φέρω), zusammen vorbringen, Schol. Pind. Ol. 3, 81.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροφέρω: φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁμοῦ, «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι ὁμοῦ, «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.

Greek Monolingual

ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.