ὠστίζομαι: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostizomai | |Transliteration C=ostizomai | ||
|Beta Code=w)sti/zomai | |Beta Code=w)sti/zomai | ||
|Definition=fut. Att. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ὠστιοῦμαι <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>24</span>:—Pass., Frequentat. of <b class="b3">ὠθέομαι</b>, <b class="b2">to push and be pushed about</b>, mostly c. dat. pers., <b class="b2">to jostle with</b> another, | |Definition=fut. Att. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ὠστιοῦμαι <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>24</span>:—Pass., Frequentat. of <b class="b3">ὠθέομαι</b>, <b class="b2">to push and be pushed about</b>, mostly c. dat. pers., <b class="b2">to jostle with</b> another, [[jostle]] him <b class="b2">and be jostled</b> by him, ὠστιεῖ Κλεονύμῳ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>844</span>; δούλαισιν ὠστιζομένη <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>330</span>(lyr.); ὠστιοῦνται . . ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span> 24</span>: abs., <b class="b3">ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται</b> [[jostles]] for the first seat, ib.<span class="bibl">42</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>330</span>; so, Comically, <b class="b3">τῶν . . πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον</b> TeleclId.1.13.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:10, 29 June 2020
English (LSJ)
fut. Att.
A ὠστιοῦμαι Ar. Ach.24:—Pass., Frequentat. of ὠθέομαι, to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., to jostle with another, jostle him and be jostled by him, ὠστιεῖ Κλεονύμῳ Ar.Ach.844; δούλαισιν ὠστιζομένη Id.Lys.330(lyr.); ὠστιοῦνται . . ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Id.Ach. 24: abs., ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται jostles for the first seat, ib.42, cf. Pl.330; so, Comically, τῶν . . πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον TeleclId.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὠστίζομαι: μέλλ. Ἀττ. ὠστιοῦμαι· - Παθ., θαμιστικὸν τοῦ ὠθέομαι, ὠθῶ καὶ ὠθοῦμαι, «σπρώχνω καὶ σπρώχνωμαι», «στρημώνω καὶ στρημώνομαι», «σκουντιοῦμαι», οὐδ’ ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, «οὐδὲ πιεσθήσῃ ὑπὸ Κλεωνύμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 844· δούλαισιν ὠστιζομένη ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 330· ὠστιοῦνται ... ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 24· ἀπολ., εἰς τήν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, ἀγωνίζεται προσπαθῶν νὰ καταλάβῃ τὴν πρώτην θέσιν, αὐτόθι 42, πρβλ. Πλ. 380· οὕτω κωμικῶς, τῶν ... πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον Τηλεκλείδης ἐν “Ἀμφικτύοσιν” 1. 13.
Greek Monotonic
ὠστίζομαι: μέλ. Αττ. ὠστιοῦμαι· Παθ., θαμιστικό του ὠθέομαι, σπρώχνω και σπρώχνομαι, στριμώχνω και συνάμα στριμώχνομαι· κυρίως με δοτ. προσ., ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη θέση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠστίζομαι: [frequ. pass. к ὠθέω
1) быть толкаемым (τινι Arph.);
2) толкаться, тесниться, устраивать давку: εἰς τὴν προεδρίαν ὠ. Arph. проталкиваться к первым местам.
Middle Liddell
ὠστίζομαι, [Frequentat. of ὠθέομαι]
to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you will justle with Cleonymus, Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the first seat, Ar.