σκωπτόλης: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skoptolis
|Transliteration C=skoptolis
|Beta Code=skwpto/lhs
|Beta Code=skwpto/lhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mocker, jester</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>788</span>, <span class="bibl">D.C.46.18</span>, etc.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mocker]], [[jester]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>788</span>, <span class="bibl">D.C.46.18</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:05, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπτόλης Medium diacritics: σκωπτόλης Low diacritics: σκωπτόλης Capitals: ΣΚΩΠΤΟΛΗΣ
Transliteration A: skōptólēs Transliteration B: skōptolēs Transliteration C: skoptolis Beta Code: skwpto/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].

Greek Monotonic

σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.

Middle Liddell

σκωπτόλης, ου, ὁ, [from σκώπτω
a mocker, jester, Ar.