φυλακικός: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fylakikos | |Transliteration C=fylakikos | ||
|Beta Code=fulakiko/s | |Beta Code=fulakiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[watchful]], [[careful]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>375e</span>, <span class="bibl">456a</span>, al.; <b class="b3">-ώτατοι πόλεως</b> ib.<span class="bibl">412c</span>; <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) ib.<span class="bibl">428d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">disposed to observe</b>, <b class="b3">δόγματος</b> ib.<span class="bibl">412e</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:32, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A watchful, careful, Pl.R.375e, 456a, al.; -ώτατοι πόλεως ib.412c; ἡ -κή (sc. τέχνη) ib.428d. 2 disposed to observe, δόγματος ib.412e.
German (Pape)
[Seite 1313] zum Bewachen gehörig, geschickt, Plat. Rep. II, 375 e, u. superl., ἆρ' οὐ φυλακικωτάτους πόλεως αὐτοὺς δεῖ εἶναι, III, 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, ἄγρυπνος, προσεκτικός, ἐπιμελής, Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως αὐτόθι C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) αὐτόθι 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, μετὰ γεν., δόγματος αὐτόθι 412Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική (ἐπιστήμη) l’art de faire bonne garde;
2 disposé à observer;
Sp. φυλακικώτατος.
Étymologie: φυλακή.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φύλαξ, -ακος]
1. αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί κάτι
2. προσεκτικός, πρόθυμος να τηρεί κάτι.
Greek Monotonic
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, επιμελής, προσεκτικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκικός: умеющий нести охрану (τινος Plat.).
Middle Liddell
φῠλᾰκικός, ή, όν [from φῠλᾰκή]
fitted for watching or guarding, watchful, careful, Plat.