σύμπλοκος: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symplokos | |Transliteration C=symplokos | ||
|Beta Code=su/mplokos | |Beta Code=su/mplokos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[entwined]], [[interwoven]], [[involved]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>12.339</span>, <span class="title">AP</span>5.254.13 (Paul. Sil.), 289 (Id.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A entwined, interwoven, involved, Nonn.D.12.339, AP5.254.13 (Paul. Sil.), 289 (Id.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Paul. Sil. 7. 14.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλοκος: -ον, ὁ συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, περιπεπλεγμένος, Ἀνθ. Π. 5. 255, 290, Νόνν., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμπλοκος, -ον, ΝΜΑ συμπλέκω
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα
α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική διαφοροποίηση τών γεννητικών οργάνων του αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου
β) χημ. οι σύμπλοκες ενώσεις
3. φρ. «σύμπλοκες ενώσεις»
χημ. χημικές ενώσεις τών οποίων η δομή χαρακτηρίζεται από την παρουσία εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες
μσν.-αρχ.
1. πλεγμένος μαζί, περίπλοκος («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)
2. αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε μέσα σε κάτι
αρχ.
προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», Νόνν.).
Russian (Dvoretsky)
σύμπλοκος: сплетенный (ἡμερίδος στελέχη Anth.): φλογὶ σ. Anth. объятый пламенем.