ὑπερθεματισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(43) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperthematismos | |Transliteration C=yperthematismos | ||
|Beta Code=u(perqematismo/s | |Beta Code=u(perqematismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[overbidding]], [[Gloss]]., Charis. p.553K.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A overbidding, Gloss., Charis. p.553K.
German (Pape)
[Seite 1196] ὁ, das Ueberbieten, Sp.
Greek Monolingual
ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ ὑπερθεματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία
νεοελλ.
1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους
2. μτφ. κάθε είδους υπερβολή
μσν.
πέρασμα πέρα από τα όρια της επαρχίας.