σμυγερός: Difference between revisions
(2b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smygeros | |Transliteration C=smygeros | ||
|Beta Code=smugero/s | |Beta Code=smugero/s | ||
|Definition=ή, όν, poet. for <b class="b3">μογερός</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, poet. for <b class="b3">μογερός</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with pain]], [[painful]], <span class="bibl">A.R.4.1065</span>: Comp., <span class="bibl">Id.2.374</span>: Adv., <span class="bibl">Id.4.380</span>; σμυγερὸν σμυγερῶς <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>166</span> (anap.), as Brunck for <b class="b3">στυγερὸν στυγερῶς</b>; cf. Sch.ad loc., Hsch., <span class="bibl">Eust.1463.44</span>:—Hom. has only the compd. Adv. <b class="b3">ἐπισμυγερῶς</b> (q.v.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν, poet. for μογερός,
A with pain, painful, A.R.4.1065: Comp., Id.2.374: Adv., Id.4.380; σμυγερὸν σμυγερῶς S.Ph.166 (anap.), as Brunck for στυγερὸν στυγερῶς; cf. Sch.ad loc., Hsch., Eust.1463.44:—Hom. has only the compd. Adv. ἐπισμυγερῶς (q.v.).
German (Pape)
[Seite 911] adv. σμυγερῶς, poet. statt μογερός, μογερῶς; Ap. Rh. 2, 374, u. adv., 4, 380, u. Sp., Hom. kennt nur das zusammengesetzte adv. ἐπισμυγερῶς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σμῠγερός: ποιητ. ἀντὶ μογερός, ὁ μετὰ κόπου, μετὰ πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. 1 douloureux;
2 qui souffre;
II. misérable.
Étymologie: DELG contamination expressive entre μογερός et στυγερός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ. του μογερός) αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. μογερός και στυγερός. Παρλλ. προς τον τ. σμυγερός απαντά στον Ησύχ. και ο τ. σμογερόν.].
Greek Monotonic
σμῠγερός: ποιητ. αντί μογερός, κοπιαστικός, αυτός που απαιτεί μόχθο, επίπονος, σε Σοφ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig.
Russian (Dvoretsky)
σμῠγερός: несчастный, замученный, страдающий Soph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: painful, toilsome, miserable or the like. (A. R.; also S. Ph. 166 for στυγερός?).
Derivatives: ἐπι-σμύγερος, adv. -ῶς id. (Od., Hes. Sc. 264, A. R.).
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive contamination(?), perh. from μογερός and στυγερός; ἐπι- after ἐπί-πονος a. o. Attempt of a morphological explanation by Strömberg Prefix Studies 90. - Furnée 363 compares μόγος and σμογερόν σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν (Η.) while comparing σμυγερόν ἐπίπονον, οἰκτρόν, μοχθηρόν, πονηρόν, ἐπίβουλον, ἀνιαρόν, χαλεπόν (Η.). This would show that the word is Pre-Greek.
Middle Liddell
poet. for μογερός
with pain, painful, Soph. adv. -ρῶς, Soph.
Frisk Etymology German
σμυγερός: {smugerós}
Meaning: ‘schmerzhaft, mühsam, elend od. ä.’ (A. R.; auch S. Ph. 166 für στυγερός?),
Derivative: ἐπισμύγερος, Adv. -ῶς ib. (Od., Hes. Sc. 264, A. R.).
Etymology : Expressive Kontamination, etwa von μογερός und στυγερός; ἐπι- nach ἐπίπονος u. a. Versuch einer morphologischen Erklärung von Strömberg Prefix Studies 90.
Page 2,751