ἐμπύρευμα: Difference between revisions
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
(2) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empyrevma | |Transliteration C=empyrevma | ||
|Beta Code=e)mpu/reuma | |Beta Code=e)mpu/reuma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a live coal covered with ashes</b>, so as to allow of the fire being rekindled (<b class="b3">λείψανον</b>, Hsch.; <b class="b3">ἔναυσμα</b>, Suid.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Frr.</span>225</span>,<span class="bibl">226</span>, Gal.11.629: metaph., <span class="bibl">Ph.2.59</span>, al., <span class="bibl">Longus 1.29</span>; ἀρετῆς Jul.<b class="b2">ad Ath</b>.269d: pl., <b class="b3">ζωῆς ἐ</b>. | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">a live coal covered with ashes</b>, so as to allow of the fire being rekindled (<b class="b3">λείψανον</b>, Hsch.; <b class="b3">ἔναυσμα</b>, Suid.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Frr.</span>225</span>,<span class="bibl">226</span>, Gal.11.629: metaph., <span class="bibl">Ph.2.59</span>, al., <span class="bibl">Longus 1.29</span>; ἀρετῆς Jul.<b class="b2">ad Ath</b>.269d: pl., <b class="b3">ζωῆς ἐ</b>. [[embers]], [[hidden sparks]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>677.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:40, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A a live coal covered with ashes, so as to allow of the fire being rekindled (λείψανον, Hsch.; ἔναυσμα, Suid.), Arist.Frr.225,226, Gal.11.629: metaph., Ph.2.59, al., Longus 1.29; ἀρετῆς Jul.ad Ath.269d: pl., ζωῆς ἐ. embers, hidden sparks, Simp.in Cael.677.11.
German (Pape)
[Seite 818] τό, Anzündung, Suid. σπέρμα πυρός, etwa Kohlen, die unter der Asche glimmend erhalten werden, um daran wieder Feuer anzuzünden; gew. übertr., Longus 1, 29 u. a. Sp. Nach Hesych. auch λείψανον, Ueberbleibsel übh.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύρευμα: τό, ἀνημμένοι ἄνθρακες κεκαλυμμένοι διὰ τέφρας, «παραχωμένη φωτιά», ὅπως χρησιμεύσῃ νὰ ἀναφθῇ ἐκ νέου πῦρ, κοινῶς προσάναμμα («λείψανον» καθ’ Ἡσύχ.: - «ἔναυσμα, σπέρμα πυρὸς» κατὰ Σουΐδ.), Ἀριστ. Ἀποσπ. 216, 217: μεταφ., Λόγγ. 1. 29, Συνέσ. 31C.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
rescoldo, brasa ἐγκαταλείπεται γὰρ αὐτοῖς οἷον ἐ. τι Arist.Fr.225, τὸ ἐκ τῆς ἡλιακῆς θερμασίας οἷον ἐ. τι Arist.Fr.226, cf. Gal.11.629, Sud.
•fig. ὑγείας σπέρμα, ὥσπερ ἐ. πάσαις ἐπιμελείαις ζωπυρητέον Chrysipp.Stoic.3.162.15, ἡ φιλοσοφία ἐκ τῆς θείας γραφῆς τὸ ἐ. λαβοῦσα Clem.Al.Strom.6.16.149, c. gen. abstr. ἡ καρδία τὸ ἐ. τῆς ζωῆς εἶχεν ἐγκείμενον τῷ βάθει Democr.B 1, cf. Gr.Nyss.Eun.3.3.68, τι καλοκαγαθίας ἐ. Ph.2.59, τῆς ἄρρενος γενεᾶς Ph.2.306, σοφίας Ph.2.279, ἔρωτος Longus 1.29.1, τῆς τῶν προγόνων ἀρετῆς Iul.ad Ath.269d, cf. Gr.Naz.M.35.568A, Simp.in Cael.677.11.
Greek Monolingual
το (AM ἐμπύρευμα)
νεοελλ.
μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως της εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική ύλη, κν. καψούλι
αρχ.-μσν.
1. αναμμένο κάρβουνο σκεπασμένο με στάχτη, υπόλειμμα φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και πάλι φωτιά, κν. προσάναμμα
2. μτφ. παρόρμηση, έναυσμα («ὀλίγον ἐκ τοῡ πρότερον ἔρωτος ἐμπύρευμα λαβών», Ευστάθ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐμπύρευμα: ατος (ῠ) τό огонь под пеплом, тлеющий жар Arst.