λούστης: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(3) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loystis | |Transliteration C=loystis | ||
|Beta Code=lou/sths | |Beta Code=lou/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one fond of bathing]], of certain birds, opp. <b class="b3">κονιστικοί</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 633a29</span>; <b class="b3">ἀωρὶ λ</b>. <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:10, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.
Greek (Liddell-Scott)
λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.
Greek Monolingual
λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].
Russian (Dvoretsky)
λούστης: ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).