μισθοφορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthoforikos
|Transliteration C=misthoforikos
|Beta Code=misqoforiko/s
|Beta Code=misqoforiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mercenary]], δυνάμεις <span class="bibl">Plb.1.67.4</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>., = [[οἱ μισθοφόροι]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Art.</span>4</span>; also, <b class="b2">the pay of mercenaries</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.3</span>; <b class="b3">μ. γῆ</b> land <b class="b2">assigned to</b> <b class="b3">μισθοφόροι</b>, prob. in <span class="title">PLond.</span>3.604<span class="hiitalic">B</span>248 (i A.D.). Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.51</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mercenary]], δυνάμεις <span class="bibl">Plb.1.67.4</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>., = [[οἱ μισθοφόροι]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Art.</span>4</span>; also, [[the pay of mercenaries]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.3</span>; <b class="b3">μ. γῆ</b> land <b class="b2">assigned to</b> <b class="b3">μισθοφόροι</b>, prob. in <span class="title">PLond.</span>3.604<span class="hiitalic">B</span>248 (i A.D.). Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.4.51</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορικός Medium diacritics: μισθοφορικός Low diacritics: μισθοφορικός Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: misthophorikós Transliteration B: misthophorikos Transliteration C: misthoforikos Beta Code: misqoforiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mercenary, δυνάμεις Plb.1.67.4; τὸ μ., = οἱ μισθοφόροι, Plu.Art.4; also, the pay of mercenaries, J.AJ12.2.3; μ. γῆ land assigned to μισθοφόροι, prob. in PLond.3.604B248 (i A.D.). Adv. -κῶς Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 191] ή, όν, den Lohnarbeiter, Söldner betreffend; μισθοφορικαὶ δυνάμεις, Söldnertruppen, Pol. 1, 67, 4; τὸ μισθοφορικόν, das Söldnerheer, Plut. Artax. 4; Luc. Dem. encom. 34.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορικός: -ή, -όν, εἰς μισθοφόρον ἀνήκων, δυνάμεις Πολύβ. 1. 67, 4· τὸ μ. = οἱ μισθοφόροι, Πλουτ. Ἀρτοξ. 4· ὡσαύτως, ὁ μισθὸς τῶν μισθοφόρων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 3. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δϳ, 51.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.
Étymologie: μισθοφόρος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μισθοφορικός, -ή, -όν) μισθοφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόν
α) στράτευμα το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους
β) το σύνολο τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι
γ) μισθός μισθοφόρων
2. φρ. «μισθοφορική γῆ» — περιοχή η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους.
επίρρ...
μισθοφορικώς (Α)
με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφορικός: наемный (δυνάμεις Polyb.).