δενδρυάζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(8)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dendryazo
|Transliteration C=dendryazo
|Beta Code=dendrua/zw
|Beta Code=dendrua/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lurk, hide in the wood</b>, Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>119, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">dive and remain under water</b>, EM256.4.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lurk, hide in the wood</b>, Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>119, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[dive and remain under water]], EM256.4.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:35, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρῠάζω Medium diacritics: δενδρυάζω Low diacritics: δενδρυάζω Capitals: ΔΕΝΔΡΥΑΖΩ
Transliteration A: dendryázō Transliteration B: dendryazō Transliteration C: dendryazo Beta Code: dendrua/zw

English (LSJ)

   A lurk, hide in the wood, Paus.Gr.Fr.119, Hsch.    II dive and remain under water, EM256.4.

German (Pape)

[Seite 546] sich unter Bäumen oder Eichen verstecken, VLL. Verwandt δένδρεον und δρῦς, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 204.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρυάζω: παραμένω, κρύπτομαι μεταξὺ τῶν δένδρων, ἐν τῷ δάσει, Ἡσύχ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰλ. Διονυσ.) Εὐστ. 396. 27.

Spanish (DGE)

1 guarecerse bajo las encinas Hsch., EM 255.55G., Sud.
2 ocultarse bajo el agua Sud., Eust.396.29.
3 ret. δενδρυάζουσα φωνή tal vez voz tamizada de los maestros de declamación, Ael.Dion.δ 7.

Greek Monolingual

δενδρυάζω (Α)
1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα του δάσους
2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. του δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν
το καταδύνειν και κρύπτεσθαι, κυρίως εις τας δρυς...» και «το δρυσί σκέπεσθαι και το καθ' ύδατος δύεσθαι κ.λπ.»)].