μονοσύστατος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monosystatos
|Transliteration C=monosystatos
|Beta Code=monosu/statos
|Beta Code=monosu/statos
|Definition=ον, of an art, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">existing only while it is being practised</b>, e.g. dancing, Sch.D.T.<span class="bibl">p.445</span> H.</span>
|Definition=ον, of an art, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[existing only while it is being practised]], e.g. dancing, Sch.D.T.<span class="bibl">p.445</span> H.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοσύστατος]], -ον (Α)<br />(για [[τέχνη]]) αυτός που λαμβάνει [[υπόσταση]] μόνον όταν μπαίνει σε [[εφαρμογή]], όταν ασκείται, όπως π.χ. ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>σύστατος</i>].
|mltxt=[[μονοσύστατος]], -ον (Α)<br />(για [[τέχνη]]) αυτός που λαμβάνει [[υπόσταση]] μόνον όταν μπαίνει σε [[εφαρμογή]], όταν ασκείται, όπως π.χ. ο [[χορός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συστατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συνίσταμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>σύστατος</i>].
}}
}}

Revision as of 19:55, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσύστᾰτος Medium diacritics: μονοσύστατος Low diacritics: μονοσύστατος Capitals: ΜΟΝΟΣΥΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: monosýstatos Transliteration B: monosystatos Transliteration C: monosystatos Beta Code: monosu/statos

English (LSJ)

ον, of an art,

   A existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.

Greek Monolingual

μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ-σύστατος].