εὐάνιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ον,</b>" to "[ᾰ], ον,")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evanios
|Transliteration C=evanios
|Beta Code=eu)a/nios
|Beta Code=eu)a/nios
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον,</b> (ἀνία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[taking trouble easily]], Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. <b class="b3">εὐάνιος [ᾱ]</b>, Dor. for <b class="b3">εὐήνιος</b>).</span>
|Definition=[ᾰ], ον, (ἀνία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[taking trouble easily]], Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. <b class="b3">εὐάνιος [ᾱ]</b>, Dor. for <b class="b3">εὐήνιος</b>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάνιος Medium diacritics: εὐάνιος Low diacritics: ευάνιος Capitals: ΕΥΑΝΙΟΣ
Transliteration A: euánios Transliteration B: euanios Transliteration C: evanios Beta Code: eu)a/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἀνία)

   A taking trouble easily, Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for εὐήνιος).

German (Pape)

[Seite 1056] leicht Schmerz (ἀνία) ertragend, geduldig, Hesych. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάνιος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «πειθήνιος» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ εὐήνιος).

Greek Monolingual

εὐάνιος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται
2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» — είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ-άνιος].