παροδικός: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parodikos | |Transliteration C=parodikos | ||
|Beta Code=parodiko/s | |Beta Code=parodiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of a]] πάροδος <span class="bibl">111.2</span>, Arg.A.<span class="title">Pers.</span>, cj. in <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>54</span> ; = [[παρόδῳ χρώμενος]], Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Astron., <b class="b3">π. ἀποκατάστασις</b> restoration <b class="b2">of a transit</b>, i. e. complete revolution, <span class="bibl">Procl. <span class="title">Hyp.</span>1.30</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[transient]], [[brief]], <b class="b3">ἀποδημία</b> Vett. Val. <span class="bibl">98.26</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[in passing]], Id.171.17, Pall. <b class="b2">in Hp. Fract</b>.<span class="bibl">1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Astrol., <b class="b2">according to chronocratory</b>, opp. <b class="b3">κατὰ γένεσιν</b>, Vett. Val. <span class="bibl">100.29</span>. Adv.<b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:50, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of a πάροδος 111.2, Arg.A.Pers., cj. in D.H.Dem.54 ; = παρόδῳ χρώμενος, Hsch. 2 Astron., π. ἀποκατάστασις restoration of a transit, i. e. complete revolution, Procl. Hyp.1.30. II transient, brief, ἀποδημία Vett. Val. 98.26. Adv. -κῶς in passing, Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.1. III Astrol., according to chronocratory, opp. κατὰ γένεσιν, Vett. Val. 100.29. Adv.-κῶς ib.26.
German (Pape)
[Seite 524] ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
παροδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», πρόσκαιρος, Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. Κρήτ. 158Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’entrée ; παροδικὸν μέλος ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.
Étymologie: πάροδος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παροδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πάροδος
περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο του χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» — άσμα που άδει πρώτο ο χορός, Αισχύλ.)
2. αστρολ. ο σύμφωνος προς την χρονοκρατορία
3. (κατά τον Ησύχ.) «παρόδῳ χρώμενος»
4. φρ. «παροδική αποκατάστασις» — η αποκατάσταση ουράνιου σώματος στην πρώτη θέση ύστερα από μια πλήρη περιφορά.
επίρρ...
παροδικώς και παροδικά / παροδικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
αστρολ. σύμφωνα με την χρονοκρατορία.
Russian (Dvoretsky)
παροδικός: пародический, исполняемый во время выхода трагического хора (μέλος) arg. ad Aesch.