θυροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyroeidis
|Transliteration C=thyroeidis
|Beta Code=quroeidh/s
|Beta Code=quroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a door</b>, <b class="b3">τόπος</b> dub. in <span class="title">Hippiatr.</span>40 (v. <b class="b3">θυρεοειδής</b>) <b class="b3">; τὸ θ. τρῆμα</b> [[the opening in the os pubis]], Gal.2.414.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like a door]], <b class="b3">τόπος</b> dub. in <span class="title">Hippiatr.</span>40 (v. <b class="b3">θυρεοειδής</b>) <b class="b3">; τὸ θ. τρῆμα</b> [[the opening in the os pubis]], Gal.2.414.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:55, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροειδής Medium diacritics: θυροειδής Low diacritics: θυροειδής Capitals: ΘΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thyroeidḗs Transliteration B: thyroeidēs Transliteration C: thyroeidis Beta Code: quroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a door, τόπος dub. in Hippiatr.40 (v. θυρεοειδής) ; τὸ θ. τρῆμα the opening in the os pubis, Gal.2.414.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, thür-, fensterähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροειδής: -ές, ὅμοιος θύρᾳ, Ἱππιατρ. 140 18. - θυροειδές, τό, τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἡβικοῦ ὀστοῦ, διὰ τοῦ τῆς ἥβης ὀστέου τρήματος, ὃ καλοῦσι θυροειδὲς Γαλην. τ. 2. 414, 1, πρβλ. θυρεοειδής.

Greek Monolingual

-ές (Α θυροειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με θύρα ή έχει θέση θύρας ή φράγματος
2. φρ. ανατ. «θυροειδές τρήμα» — ευρύ άνοιγμα του ανώνυμου οστού της πυέλου
νεοελλ.
ανατ. αυτός που έχει σχέση με το θυροειδές τρήμα (α. «θυροειδής μυς» β. «θυροειδής πόρος» γ. «θυροειδής υμένας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ειδής (< είδος), πρβλ. σπειρο-ειδής, σφαιρο-ειδής].