συνανοίγω: Difference between revisions
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synanoigo | |Transliteration C=synanoigo | ||
|Beta Code=sunanoi/gw | |Beta Code=sunanoi/gw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[open in company with]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις <span class="title">IG</span>12.91.16; <b class="b3">συνανοίγνουσα</b> (sic) τὰ συγχωσθέντα <span class="title">SIG</span>799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 20.235c</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:25, 1 July 2020
English (LSJ)
A open in company with, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις IG12.91.16; συνανοίγνουσα (sic) τὰ συγχωσθέντα SIG799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.Or. 20.235c.
Greek (Liddell-Scott)
συνανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ συγκλείω, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
Greek Monolingual
ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.