σπειράομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=speiraomai
|Transliteration C=speiraomai
|Beta Code=speira/omai
|Beta Code=speira/omai
|Definition=(σπεῖρα) Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be coiled</b> or <b class="b2">folded round</b>, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο <span class="bibl">Eratosth.16.3</span>; <b class="b3">πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων</b>] <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span> 457</span>; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον <span class="bibl">Paus.10.33.9</span>; σχοινίου ἐσπειραμένου <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.227</span>: c. dat., <b class="b3">ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν</b> <b class="b2">coiled round</b> them, f.l. in Sch.Lyc.<span class="bibl">p.5</span> S. for <b class="b3">ἐπῃωρημένους</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>8</span>.</span>
|Definition=(σπεῖρα) Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be coiled</b> or [[folded round]], πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο <span class="bibl">Eratosth.16.3</span>; <b class="b3">πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων</b>] <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span> 457</span>; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον <span class="bibl">Paus.10.33.9</span>; σχοινίου ἐσπειραμένου <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.227</span>: c. dat., <b class="b3">ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν</b> [[coiled round]] them, f.l. in Sch.Lyc.<span class="bibl">p.5</span> S. for <b class="b3">ἐπῃωρημένους</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>8</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:10, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειράομαι Medium diacritics: σπειράομαι Low diacritics: σπειράομαι Capitals: ΣΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: speiráomai Transliteration B: speiraomai Transliteration C: speiraomai Beta Code: speira/omai

English (LSJ)

(σπεῖρα) Pass.,

   A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους.    2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.

Greek (Liddell-Scott)

σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς [[[δράκων]]] Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.

Greek Monotonic

σπειράομαι: (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.

Middle Liddell

σπειράομαι, σπεῖρα
Pass. to be coiled or folded round.