σπερματώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spermatodis
|Transliteration C=spermatodis
|Beta Code=spermatw/dhs
|Beta Code=spermatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like seed</b>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>253</span>; <b class="b3">σ. κίνησις</b> the action <b class="b2">of a sower</b>, v.l. for [[σπασματώδης]] (q.v.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[germinant]], metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); <b class="b2">in the germ, undeveloped</b>, <span class="bibl">Artem.4</span> <span class="title">Prooem.</span> (Comp.).</span>
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like seed]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>253</span>; <b class="b3">σ. κίνησις</b> the action <b class="b2">of a sower</b>, v.l. for [[σπασματώδης]] (q.v.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[germinant]], metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); <b class="b2">in the germ, undeveloped</b>, <span class="bibl">Artem.4</span> <span class="title">Prooem.</span> (Comp.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:10, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτώδης Medium diacritics: σπερματώδης Low diacritics: σπερματώδης Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: spermatṓdēs Transliteration B: spermatōdēs Transliteration C: spermatodis Beta Code: spermatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like seed, Sch.Nic.Al.253; σ. κίνησις the action of a sower, v.l. for σπασματώδης (q.v.).    II germinant, metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); in the germ, undeveloped, Artem.4 Prooem. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 920] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σπόρον, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 252· σπ. κίνησις, ἡ κίνησις τοῦ σπέρματος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ σπασματώδης παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ὁ ἐν σπέρματι ἔτι ὤν, μεταφορ., Χαρώνδ. παρὰ Στοβ. 289 ἐν τέλ.· ὁ ἐν σπέρματι, ἀνανάπτυκτος, στοιχειώδης, Ἀρτεμίδ. 4, ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση του σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτώδης: производящий семя (κίνησις Arst. - v. l. σπασματώδης).