οἴεος: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oieos | |Transliteration C=oieos | ||
|Beta Code=oi)/eos | |Beta Code=oi)/eos | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[from a sheep]], <b class="b3">διφθέραι</b> [[sheep]]-skins, <span class="bibl">Hdt.5.58</span> ; τυροί <span class="title">SIG</span>1027.13 (Cos): hence <b class="b3">ὀέα</b> (q. v.) and <b class="b3">οἰίας</b> (with dial. change of <b class="b3">-εα</b>- to <b class="b3">-ία-</b>) <b class="b3">· τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα</b> (<b class="b2">leather coats for sheep, brats</b>), Hsch. (Skt. [[avyáyas]], Adj. from [[ávis]] = [[ὄϝις]] 'sheep'.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:40, 1 July 2020
English (LSJ)
α, ον,
A of or from a sheep, διφθέραι sheep-skins, Hdt.5.58 ; τυροί SIG1027.13 (Cos): hence ὀέα (q. v.) and οἰίας (with dial. change of -εα- to -ία-) · τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα (leather coats for sheep, brats), Hsch. (Skt. avyáyas, Adj. from ávis = ὄϝις 'sheep'.)
Greek (Liddell-Scott)
οἴεος: -α, -ον, (οἶς) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον ἢ ἐκ προβάτου, διφθέρα Ἡρόδ. 5. 58· - ὡσαύτως ὀέα (ἐξυπ. δορά), δέρμα προβάτου, «μηλωτὴ» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «οἰίας (δηλ. οἰείας)· τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα».
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de brebis ; subst. ἡ οἰέη (δορά) peau de brebis.
Étymologie: οἶς.
Greek Monolingual
οἴεος, -έα, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. -εος (πρβλ. ταύρ-εος)].
Greek Monotonic
οἴεος: -α, -ον (οἶς), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οἴεος: овечий (διφθέρα Her.).