ἐκστρατεία: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekstrateia
|Transliteration C=ekstrateia
|Beta Code=e)kstratei/a
|Beta Code=e)kstratei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going out on service</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>25</span>, Anon. ap. Suid. s.v. [[ἀξιόλογος]], <span class="bibl">D.C.41.39</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going out on service]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>25</span>, Anon. ap. Suid. s.v. [[ἀξιόλογος]], <span class="bibl">D.C.41.39</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:25, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστρᾰτεία Medium diacritics: ἐκστρατεία Low diacritics: εκστρατεία Capitals: ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: ekstrateía Transliteration B: ekstrateia Transliteration C: ekstrateia Beta Code: e)kstratei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A going out on service, Luc.Gall.25, Anon. ap. Suid. s.v. ἀξιόλογος, D.C.41.39.

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, der Ausmarsch, der Aufbruch mit dem Heere, Luc. Somn. 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστρᾰτεία: ἡ, τὸ ἐκστρατεύειν, ἐκστράτευσις, Λουκ. Ἐνύπν. 25. Δίων Κ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
départ d’une armée, expédition.
Étymologie: ἐκστρατεύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
expedición militar Str.5.1.10, Luc.Gall.25, Hld.6.13.4, D.C.41.39.2, Men.Prot.6.498, Steph.in Hp.Aph.1.220.14, IThrac.Or.232.6 (VI d.C.), Anecd.Ludw.130.8.

Greek Monolingual

η (AM ἐκστρατεία)
η ενέργεια του εκστρατεύω, η έξοδος στρατού από τη χώρα για πολεμικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. το σύνολο τών επιχειρήσεων ενός στρατεύματος σε ξένη χώρα
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρίσκεται ένας σε εκστρατεία
3. (κατ' επέκτ.) εξερευνητική αποστολή
4. συντονισμένη και ομαδική ενέργεια για να πετύχει ένας σκοπόςεκστρατεία κατά τών ναρκωτικών»).

Greek Monotonic

ἐκστρᾰτεία: ἡ, αναχώρηση στρατού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκστρᾰτεία: ἡ выступление в поход Luc.

Middle Liddell

ἐκστρᾰτεία, ἡ,
a going out on service, Luc. [from ἐκστρᾰτεύω]