συνεξανύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneksanyo
|Transliteration C=syneksanyo
|Beta Code=sunecanu/w
|Beta Code=sunecanu/w
|Definition=<span class="bibl">D.Chr.12.43</span>, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.2.2</span>, Plu. 2.137d,298a:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[accomplish together]], D.Chr.l.c.; <b class="b2">join in achievement</b>, Plu.2.137d. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">equal in running</b>, ib.298a; [[reach safety together with]], c. dat., J.l.c. (v.l. [[-ανοίγειν]]).</span>
|Definition=<span class="bibl">D.Chr.12.43</span>, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.2.2</span>, Plu. 2.137d,298a:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[accomplish together]], D.Chr.l.c.; [[join in achievement]], Plu.2.137d. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[equal in running]], ib.298a; [[reach safety together with]], c. dat., J.l.c. (v.l. [[-ανοίγειν]]).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:44, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰνύω Medium diacritics: συνεξανύω Low diacritics: συνεξανύω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΥΩ
Transliteration A: synexanýō Transliteration B: synexanyō Transliteration C: syneksanyo Beta Code: sunecanu/w

English (LSJ)

D.Chr.12.43, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—

   A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d.    II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.

French (Bailly abrégé)

c. συνεξανύτω.

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].