ἀλύτρωτος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alytrotos
|Transliteration C=alytrotos
|Beta Code=a)lu/trwtos
|Beta Code=a)lu/trwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not redeemed</b>, Sm.<span class="title">Le.</span>25.23.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not redeemed]], Sm.<span class="title">Le.</span>25.23.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:57, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύτρωτος Medium diacritics: ἀλύτρωτος Low diacritics: αλύτρωτος Capitals: ΑΛΥΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: alýtrōtos Transliteration B: alytrōtos Transliteration C: alytrotos Beta Code: a)lu/trwtos

English (LSJ)

ον,

   A not redeemed, Sm.Le.25.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύτρωτος: -ον, ὁ μὴ λυτρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος λυτρωθῆναι, Σύμμ. Λευϊτ. 25. 33.

Spanish (DGE)

-ον no redimido Sm.Le.25.23, Cyr.Al.M.69.1084A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύτρωτος, -ον)
αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι
ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου
σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου
2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση
3. αυτός που δεν πέτυχε το διαζύγιο, την τυπική διάλυση του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτρώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυτρωσιά, αλυτρωτικός, αλυτρωτισμός].