ἑξαετής: Difference between revisions
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksaetis | |Transliteration C=eksaetis | ||
|Beta Code=e(caeth/s | |Beta Code=e(caeth/s | ||
|Definition=ές, or ἑξᾰ-έτης, ες, (ἔτος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, or ἑξᾰ-έτης, ες, (ἔτος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[six years old]], IG3.1336, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>983.18</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.9.1</span>, etc.:—fem. ἑξᾰ-έτις, ιδος, <span class="bibl">Theoc.14.33</span> (v.l.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[of six years]], χρόνος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span> 26</span>. Adv. ἑξάετες [[for six years]], <span class="bibl">Od.3.115</span>; cf. [[ἑξέτης]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:39, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, or ἑξᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A six years old, IG3.1336, BGU983.18, J.AJ19.9.1, etc.:—fem. ἑξᾰ-έτις, ιδος, Theoc.14.33 (v.l.). II of six years, χρόνος Plu.Pyrrh. 26. Adv. ἑξάετες for six years, Od.3.115; cf. ἑξέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξᾰετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος), ἔχων ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1003: θηλ. ἑξαέτις, ῐδος, Θεόκρ. 14. 33. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἐτῶν ἕξ, Πλουτ. Πύρρ. 26: - Ἐπίρρ. ἑξάετες, ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἐπὶ ἑξαετίαν, ἑξάετες παραμίμνων Ὀδ. Γ. 115. Πρβλ. ἑξέτης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui dure six ans ; adv. • ἑξάετες OD pendant six ans.
Étymologie: ἕξ, ἔτος.
Greek Monolingual
ἑξαέτης, -ες (Α)
εξαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -έτης < έτος].
-ές (θηλ. και εξαέτις) (AM ἑξαετής, -ες
Α και ἑξαέτης, -ες
AM θηλ. ἑξαέτις)
1. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («εξαετής πόλεμος, συμμαχία»)
2. αυτός που έχει ηλικία έξι ετών
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἑξάετες
επί έξι χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -ετής < έτος].
Greek Monotonic
ἑξαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος),
I. αυτός που είναι έξι ετών (ηλικιακά)· θηλ. ἐξαέτις, -ιδος, σε Θεόκρ.
II. αυτός που αποτελείται από έξι χρόνια, χρόνος, σε Πλούτ., — επίρρ. ἑξάετες, για έξι χρόνια (για μια εξαετία), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑξαετής: шестилетний (χρόνος Plut.).
Middle Liddell
ἑξα-ετής, ές adj adj n ἔτος
I. six years old: fem. ἑξαέτις, Theocr.
II. of six years, χρόνος Plut.:—adv., ἑξάετες, for six years, Od.