ἰχθυολύμης: Difference between revisions
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichthyolymis | |Transliteration C=ichthyolymis | ||
|Beta Code=i)xquolu/mhs | |Beta Code=i)xquolu/mhs | ||
|Definition=[<b class="b3">λῡ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">λῡ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[plague of fish]], Com. epith. of a fish-eater, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 814</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 1 July 2020
English (LSJ)
[λῡ], ου, ὁ,
A plague of fish, Com. epith. of a fish-eater, Ar.Pax 814.
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυολύμης: λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.
French (Bailly abrégé)
ους (ὁ) :
fléau des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, λύμη.
Greek Monolingual
ἰχθυολύμης, ὁ (Α)
(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο-λύμης)].
Greek Monotonic
ἰχθυολύμης: [λῡ], -ου, ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυολύμης: ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.